Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπ' ἐσχάτῳ

См. также в других словарях:

  • εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • ἐσχάτω — ἔσχατος farthest masc/neut nom/voc/acc dual ἔσχατος farthest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτῳ — ἔσχατος farthest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτωι — ἐσχάτῳ , ἔσχατος farthest masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • εσχατιώ — ἐσχατιῶ, άω (Α) διαφ. τ. τού ρ. ἐσχατῶ* …   Dictionary of Greek

  • «ДИДАХЕ» — [греч. Διδαχὴ (τῶν δώδεκα ἀποστόλων) учение (12 апостолов)], раннехристианский памятник, содержащий уникальные сведения о церковной жизни, богословии и нравственном учении апостольской эпохи. Текстология Иерусалимская рукопись Колофон с… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»